- αγώναρχος
- ἀγώναρχος, ο (Α)βοιωτικός άρχοντας, ο αγωνάρχης στη Βοιωτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγών + ἀρχός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՆԱՀԱՏԱԿԱԴԻՐ — (դրի, րաց.) NBH 2 0403 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 11c ա.գ. ἁγωνοθέτης, ἁγωνάρχος, ἁθλοθέτης , ἁθλοθέτηρ agonotheta, certaminum arbiter, numerarius. որ եւ ՃԳՆԱԴԻՐ. Մարտադիր. հանդիսադիր, վերակացու մրցանաց եւ տուօղ զյաղթանակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)